σταγονοφόρος

σταγονοφόρος
-ο, Ν
βοτ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σταγονοφόρα
ομάδα αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει ρητινοφόρα δενδρώδη ή θαμνώδη, και σπανίως ποώδη, είδη, τα οποία χαρακτηρίζονται από την επιφυή, κατά κανόνα πολύχωρη, ωοθήκη και από τις σπερματοβλάστες που βρίσκονται συνήθως σε κεντρική θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταγόνα + φέρω. Η λ. ως όρος τής βοτ. αποτελεί απόδοση του ξεν. όρου guttiferae (< λατ. gutta, -ae «σταγόνα» + fero «φέρω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”